Εἱλωτίζομαι

Εἱλωτίζομαι
Εἱλωτ-ίζομαι, [voice] Pass.,
A to be Helotized, cj. in Hermipp.71.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ειλωτίζομαι — εἱλωτίζομαι (Α) γίνομαι είλωτας, υποδουλώνομαι …   Dictionary of Greek

  • κατειλωτίζομαι — (Α) (κατά το λεξ. Σούδα (μόνο μτχ. η παθ. παρακμ.) «κατειλωτισμένος καταδεδουλωμένος». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εἰλωτίζομαι «αιχμαλωτίζομαι, δουλώνομαι» (< εἴλως, τος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”